- φθορῶν
- φθοράdestructionfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φθόρων — φθόρος pestilent fellow masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπελοπαθολογία — η ο επιστημονικός κλάδος που περιλαμβάνει τη μελέτη των παθήσεων τών αμπελιών λόγω προσβολής τους από φυτικά παράσιτα, τών φθορών τους από ζωικά παράσιτα (ιδίως Έντομα), τών διαταραχών τής θρέψης τους και τών φθορών τους από αντίξοες… … Dictionary of Greek
εμπορευματολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των εμπορευμάτων, της ιστορίας τους, της προέλευσης, των φυσικών και χημικών τους χαρακτηριστικών, των ιδιοτήτων, των εφαρμογών και της παραγωγής τους. Στην πραγματικότητα η ε. αποτελεί σύνθεση πολλών… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
διπλωματική — Επιστήμη η οποία με τη βοήθεια άλλων κλάδων, όπως η παλαιογραφία, η χρονολογία, η σφραγιδογραφία και η ιστορία του δικαίου, μελετά τα έγγραφα (διπλώματα) και καθορίζει τα απαραίτητα κριτήρια για την εξακρίβωση της αυθεντικότητάς τους, με σκοπό να … Dictionary of Greek
АЗБУКА ПЕВЧЕСКАЯ — условный термин, применявшийся с XVIII в. для обозначения различных по содержанию музыкально теоретических руководств, направленных на практическое обучение основам церковно певч. искусства. Сохранились различные типы А. п. В визант. и славяно… … Православная энциклопедия